ἀποκρούεται

ἀποκρούεται
ἀποκρούω
beat off
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • отъражатисѧ — ОТЪРАЖА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Отторгаться, отбрасываться. Перен.: ѿ д҃вы ѹбо ѿражаетсѧ [зло] ˫ако же нѣка˫а кознь. ѿ стѣны крѣпкы и доблѧ. (ἀποκρούεται) ГБ к. XIV, 197г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъраженъ — (1*) прич. страд. прош. Отторгнутый, отброшенный. Перен.: ˫ако паче стрѣла кознью нужею носима. на посланаго находи(т). тако и бѣсъ къ стрѣлѧющему и пославшему и въз(в)ратисѧ. ѿ дв҃ца ѿраже(н). (ἀποκρούεται) ГБ к. XIV, 198а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъраживати — ОТЪРАЖИВА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Отвергать: еретикы же ѿраживаѥть [Василий] и бываѥ(т) ѹбо другомъ стѣн(а) и твердь. противнымъ же секира и огнь. посѣка˫а безбожны˫а. i пожига˫а (ἀποκρούεται) ГБ к. XIV, 157а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… …   Dictionary of Greek

  • ευπαράκρουστος — εὐπαράκρουστος, ον (Α) αυτός που ανασκευάζεται, που αποκρούεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κρούω] …   Dictionary of Greek

  • παραιτητός — όν, Α [παραιτούμαι] 1. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν κανείς να καταπραΰνει, να εξιλεώσει, να εξευμενίσει με παρακλήσεις ή δεήσεις («τὸ δὲ παραιτητούς αὖ θεοὺς εἶναι τοῑς ἀδικοῡσι, δεχομένους δῶρα», Πλάτ.) 2. αυτός ο οποίος αποκρούεται ή… …   Dictionary of Greek

  • συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • αποδυνάμωση δικαιώματος — Η μερική ή ολική ανάλωση ενός δικαιώματος επειδή δεν έχει ασκηθεί, ανεξάρτητα προς την εξαφάνιση του δικαιώματος εξαιτίας παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας. Σε περίπτωση α.δ. που κρίνεται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η μεταγενέστερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”